- ὑποδιαβιβρώσκομαι
- ὑποδια-βιβρώσκομαι, [voice] Pass.,A to be somewhat corroded, Hp.Cord.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδιαβιβρώσκομαι — Α φθείρομαι λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διαβιβρώσκω «φθείρω κάτι σιγά σιγά, τρώγω»] … Dictionary of Greek